αλώβητος

αλώβητος
-η, -ο (Α ἀλώβητος, -ον) [λωβητός]
(και μτφ.) αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη, άβλαβος, ακέραιος, αμείωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀλώβητος — unblemished masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλώβητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έπαθε υλική ή ηθική βλάβη, ζημιά: Από την περιπέτειά της εκείνη βγήκε αλώβητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλωβήτως — ἀλώβητος unblemished adverbial ἀλώβητος unblemished masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλώβητον — ἀλώβητος unblemished masc/fem acc sg ἀλώβητος unblemished neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωβήτου — ἀλώβητος unblemished masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωβήτους — ἀλώβητος unblemished masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλώβητα — ἀλώβητος unblemished neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλώβητοι — ἀλώβητος unblemished masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нераздьраѥмъ — (1*) пр. Неповрежденный: Ст҃ы˫а б҃ца риза... нетлѣньна бы(с) и нераздраѥма доже и донынѣ, чюдо пр҃снодв҃цю истиньнѹ проповѣдаѥть. (ἀλώβητος) ΓΑ XIII–XIV, 261б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αδάικτος — ἀδάικτος, ον (Α) [δαΐζω] ο μη κατεστραμμένος, αλώβητος, άφθαρτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”